Η ημέρα πλησίαζε στο τέλος της. Η Κάθριν είχε αρχίσει να ξυπνάει σιγά-σιγά. Όπως πάντα, η μυρωδιά της υγρασίας του υπογείου ανέβαινε στη μύτη της αφού είχε ανοίξει τα μάτια της για δεκαετίες. Δεν την ενοχλούσε πολύ, το είχε συνηθίσει πια, αλλά πάντα το παρατηρούσε όταν ξυπνούσε. Ζούσε σε ένα μικρό δωμάτιο στο υπόγειο ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού. Κάποιος άστεγος είχε ζήσει εκεί στο παρελθόν, οπότε το δωμάτιο είχε κάποια έπιπλα και οι τοίχοι ήταν μερικώς καλυμμένοι με παλιά, φθαρμένη ταπετσαρία, πίσω από την οποία άκουγες μερικές φορές το θρόισμα των εντόμων. Τελικά ξύπνησε, η Κάθριν τεντώθηκε σαν γάτα και κάθισε στο στρώμα. Δεν ήξερε τι να κάνει, τι να κάνει σήμερα. Η δίψα για αίμα που είχε κατά καιρούς δεν την ενοχλούσε πολύ τώρα, άλλωστε είχε πάει για κυνήγι χθες το βράδυ και τώρα μπορούσε να ζήσει τη ζωή της ήρεμα για τις επόμενες μέρες. Γυρνώντας ελαφρώς προς τα αριστερά της παρατήρησε ότι δεν ήταν πλέον μόνη της σε αυτό το δωμάτιο, υπήρχε μια γάτα που καθόταν εκεί κοντά και κοιτούσε επίμονα την Κάθριν. Η Κάθριν αγαπούσε τις γάτες, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον σε αυτόν τον κόσμο, τις εμπιστευόταν. Υπήρχαν πολλές από αυτές στη ζωή της, και η ζωή της είχε διαρκέσει σχεδόν πεντακόσια χρόνια. Η Κάθριν είχε σταματήσει εδώ και καιρό να τους δίνει ονόματα, γιατί αν δώσεις σε μια γάτα ένα όνομα, θα αναπτύξεις ένα δέσιμο μαζί της και θα ήταν πιο δύσκολο να το χάσεις αργότερα. Σηκώθηκε στα πόδια της, η γάτα άπλωσε το χέρι της, όπως ακριβώς είχε κάνει και η Κάθριν πριν από λίγο, και την πλησίασε. Εσύ κι εγώ είμαστε το ίδιο", είπε η Κάθριν και σηκώθηκε κι εκείνη στα πόδια της. Έχουμε άλλη μια μέρα της ζωής μας μπροστά μας, ελάτε, σκοτεινιάζει. Ώρα να βγούμε έξω. Και οι δυο τους κατευθύνθηκαν προς την έξοδο.
Ενημερώθηκε στις
30 Δεκ 2023